- μισογύνῃ
- μῑσογύνῃ , μισογύνηςwoman-hatermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισογύνη — μῑσογύνη , μισογύνης woman hater masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισογυνία — η (Α μισογυνία [μισόγυνος] η ιδιότητα τού μισογύνη, η απέχθεια και αποστροφή προς τις γυναίκες, το μίσος κατά τών γυναικών … Dictionary of Greek
Ατίλιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Α. Καλατίνος (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Συμμετείχε στον Α’ Καρχηδονικό πόλεμο, κατόπιν έγινε πραίτορας στη Σικελία, ύπατος (258 και 254) και δικτάτορας (249). 2. Α. Λεύκιος. Δήμαρχος της Ρώμης, το 311… … Dictionary of Greek